- ἀκαμάτης
- ἀκάματοςwithout sense of toilfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… … Dictionary of Greek
ακαμάτης, -ισσα — και τρα, ικο φυγόπονος, τεμπέλης: Ακαμάτρας χέρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ακαμάτης, Άγιος Γεώργιος — Ονομασία της χριστιανικής εκκλησίας στην οποία είχε μετατραπεί ο αρχαίος ναός του Ηφαίστου (Θησείο). Λεγόταν επίσης Ακάμας και αργότερα Ακάματος. Από διάφορες μαρτυρίες περιηγητών την εποχή της τουρκοκρατίας πληροφορούμαστε ότι λεγόταν Α. γιατί… … Dictionary of Greek
ακαματεύω — και ακαματεύγω 1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης «άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε» 2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω 3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης. ΠΑΡ. ακαμάτεμα] … Dictionary of Greek
ακαματόσκυλο — το (περιφρονητικά για άνθρωπο) πολύ ακαμάτης, κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης + σκυλί] … Dictionary of Greek
Temple of Hephaestus — Infobox Historic building name=Temple of Hephaestus/Theseion Ναός Ηφαίστου/Θησείο caption=Temple of Hephaestus, Athens: eastern face map type= location town=Athens location country=Greece architect= client= engineer= construction start date=449… … Wikipedia
Храм Гефеста (Афины) — Античный храм Гефеста Храм Гефеста или Гефестейон (греч … Википедия
Gavrionisia — (Γαυριονήσια) Gewässer Ägäisches Meer Geographische Lage … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung von Andros — Die Gemeinde Andros (griechisch Δήμος Άνδρου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden der griechischen Insel Andros zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt … Deutsch Wikipedia
άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… … Dictionary of Greek